μετόπισθε

μετόπισθε
μετόπισθε
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετόπισθε — (Α) βλ. μετόπισθεν …   Dictionary of Greek

  • μετόπισθ' — μετόπισθε , μετόπισθε indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετόπισθεν — μετόπισθε nu̱movable indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εποπίζομαι — ἐποπίζομαι (Α) λογαριάζω με φόβο και σεβασμό («Διὸς δ’ ἐποπίζεο μῆνιν, μή πως τοι μετόπισθε κατεσσάμενος χαλεπήνῃ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. επί + οπίζω «φοβούμαι, ντρέπομαι» (< όπις «τιμωρία, βοήθεια»)] …   Dictionary of Greek

  • μετόπισθεν — (Α μετόπισθεν και μετόπισθε) επίρρ. (τοπικά) από πίσω («μή τις νῡν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος μετόπισθεν μιμνέτω», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (με άρθρ. πληθ. ως ουσ.) τα μετόπισθεν α) το σύνολο τών δυνάμεων, υπηρεσιών και μέσων που βρίσκονται πίσω από τη γραμμή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”